- πανοικίᾳ
- πανοικίᾱͅ , πανοικίαwhole householdfem dat sg (attic doric aeolic)πανοικίᾳindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοικία — πανοικίᾱ , πανοικία whole household fem nom/voc/acc dual πανοικίᾱ , πανοικία whole household fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικία — ἡ, Α 1. ολόκληρη η οικογένεια («πᾱσα ἡ πανοικία Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῡ», ΠΔ) 2. (συν. η δοτ. ως επίρρ.) πανοικίᾳ και ιων. τ. πανοικίῃ μαζί με όλη την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οικία] … Dictionary of Greek
πανοικίαι — πανοικίᾱͅ , πανοικία whole household fem dat sg (attic doric aeolic) πανοικίᾳ , πανοικίᾳ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικίας — πανοικίᾱς , πανοικία whole household fem acc pl πανοικίᾱς , πανοικία whole household fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικίαν — πανοικίᾱν , πανοικία whole household fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικίῃ — πανοικία whole household fem dat sg (epic ionic) πανοικίᾳ ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek